Ολύμπιος Σιδερής

Τα κτήρια αφηγούνται ιστορίες, τις ιστορίες των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτά και διαμόρφωσαν μέσα από την καθημερινότητά τους τη φυσιογνωμία και την ιστορία του χώρου. Τούτο το κτήριο,όπως και άλλα γειτνιάζοντα, αφηγείταιτην ιστορία των λαδάδικων, τωνκαταστημάτων εμπορίας ελαιολάδου, και των λαδέμπορων. Οδός Κομνηνάκη αριθμός 9. Εδώ είναι ο χώρος που για πολλά έτη στεγάστηκε το ελαιομεσιτικό γραφείο του Ολύμπιου Σιδερή.

Ο Ολύμπιος (Ολύμπης για τους φίλους του) γεννήθηκε το 1924. Ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του Ευστράτιου Σιδερή και της Μαριάνθης Χατζηκωνσταντή. Ο Ευστράτιος Σιδερής ασκούσε και αυτός το επάγγελμα του ελαιομεσίτη, αφού πρώτα είχε υπηρετήσει ως υπάλληλος Τράπεζας μετά τις σπουδές του στην εμπορική σχολή Μπάξερ της Σμύρνης. Τόσο ο Ευστράτιος όσο και η Μαριάνθη που είχε ολοκληρώσει την τετάρτη τάξη σχολείου θηλέων ήθελαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν. Ο Ολύμπιος, λοιπόν, που πήρε το όνομά του από τη γιαγιά Ολυμπιάδα, αμέσως μετά την Κατοχή έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας. Δύσκολα χρόνια… Το ελεύθερο πνεύμα του και οι πολιτικές του ανησυχίες τον οδήγησαν λίγο πριν το τέλος της φοίτησης να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Έτσι επέστρεψε στο νησί. Η ανάγκη βιοπορισμού τον έστρεψε να αναζητήσει δουλειά κοντά σε ανθρώπους που εμπορεύονταν λάδι. Κι όταν έμαθε πια τη δουλειά, άνοιξε το δικό του ελαιομεσιτικό.

Ο χώρος θυμάται…

Θυμάμαι την έντονη μυρωδιά του φρέσκου λαδιού που απλωνόταν στον αέρα και είχε ποτίσει ακόμη και το ξύλινο γραφείο που είχε κληρονομήσει ο Ολύμπηςαπό τον πατέρα του. Θυμάμαι τα μεγάλα βαρέλια στο βάθος της σκοτεινής αποθήκης που το χρώμα τους είχε ξεθωριάσει από τη χρήση, χτυπημένα σε κάποια σημεία από τη βάσανο της μεταφοράς. Θυμάμαι το παράθυρο που έβλεπε στο δρόμο φωτίζοντας μερικώς το γραφείο και το πάτωμα το φτιαγμένο από τσιμέντο -δεν χρειάζονταν άλλωστε πολυτέλειες στα λαδάδικα-. Μπροστά από το γραφείο, πάνω σε ένα ξύλινο έπιπλο, ένα οξύμετρο λαδιού και τα αντιδραστήρια της εποχής. Η ιερή τελετή της μέτρησης.«Δέκατα», «άσσος», τον θυμάμαι να λέει. Μα περισσότερο από όλα ανεξίτηλη παραμένει η θύμηση της ροής του λαδιού πάνω στο ζεστό ψωμί. Νομίζω πως αυτή ήταν για κείνον η καλύτερη δοκιμασία για την ποιότητα. Άνθρωποι που μπαινόβγαιναν, παραγωγοί και ιδιοκτήτες ελαιοτριβείων, για να διαπραγματευτούν την τιμή. Ο κυρ-Φώτης σταθερός προμηθευτής που ερχόταν συχνά και για τον πρωινό του καφέ. Σχέσεις όχι μόνο επαγγελματικές, αλλά σχέσεις ουσίας. Δεν θυμάμαι πώς διοχετεύονταν τα βαρέλια στην αγορά, θυμάμαι όμως με ενάργεια την εικόνα του Ολύμπη να μετακινεί τα άδεια βαρέλια περιστρέφοντάς τα σαν σε έναν χορό κυκλικό…Θυμάμαι κι ένα κοριτσάκι που μπαινόβγαινε στο γραφείο – η κόρη του θα ήταν-, θυμάμαι την κυρία Δέσποινα, τη σύζυγο, δασκάλα στο επάγγελμα, αλλά και τον ανιψιό του τον Παναγιώτηκαι τη χαρά του που θαρρείς και φώτισε το χώρο τη μέρα που ο θείος του, βλέποντάς τον στενοχωρημένο, του αγόρασε τοποδήλατο που ως παιδί επιθυμούσε.

Δεν άκουσα ποτέ τον Ολύμπη να παραπονιέται για τη δουλειά που έκανε, οπωσδήποτε δυσκολότερη από τη δουλειά ενός καθηγητή αν είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του. Δεν τον άκουσα ποτέ να μετανιώνει για την απόφαση που είχε πάρει, να μην αφήσει κανέναν – ακόμη και εκείνον τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου- να του στερήσει το δικαίωμα ελεύθερα να σκέπτεται και να εκφράζεται. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έδωσαν τόσους αγώνες οι άνθρωποι; Αυτός ήταν ο Ολύμπης, ένας άνθρωπος με λεβεντιά, με αξιοπρέπεια, με σκέψη διαυγή σαν το χρώμα του λαδιού, έντονος όπως η έντονη γεύση του πρωτόλαδου.

Ένα πρωί ο Ολύμπης δεν άνοιξε το μαγαζί. Είπαν πως την προηγουμένη το μεσημέρι είχε πάθει εγκεφαλικό και τον μετέφεραν στην Αθήνα. Δεν το άνοιξε ποτέ ξανά. Πέθανε σε ηλικία 59 ετών. Μόνο μια μέρα, λίγο καιρό μετά, ήρθαν κάποιοι συγγενείς και άδειασαν το χώρο. Η μυρωδιά όμως του λαδιού έμεινε για χρόνια ακόμη να θυμίζει …

English

…the buildings narrate stories, the stories of the people who lived in them and shaped the physiognomy and history of the place through their daily life. This building, as well as the neighboring ones, narrates the history of the olive oil brokerage offices, the olive oil trading shops, and the olive oil merchants. Komninaki Street, number 9. Here is the place where Olympios Sideris’s olive oil brokerage office was housed for many years.

Olympios (Olympis to his friends) was born in 1924. He was the first of Efstratios Sideris and Marianthi Chatzikonstanti’s six children. Olympis’ s father Efstratios Sideris was an olive oil broker by profession too, after having first served as a bank employee upon completing his studies at the Baxer School of Commerce in Smyrna.

The place remembers…

I remember the strong smell of fresh olive oil, wafting through the air and had even permeated the wooden desk that Olympis had inherited from his father. I remember the large barrels at the back of the dark warehouse, their colour faded from use, battered in some places by the ordeal of transportation. I remember the window that faced the street, partially illuminating the office and concrete floor —after all, they did not need luxuries in olive oil shops. On a wooden piece of furniture, in front of the desk, there was an olive oil acid tester (an olive oil oximeter) and the reagents they used back then.

Sacred was the rite of measurement. “Tenths”, “Ace”, I remember him saying. But more than anything else, unforgettable is the indelible memory of the flowing olive oil on warm bread. I think that this was for him the best test of quality. People came and went; olive oil producers and olive press owners, to negotiate prices. Mr. Fotis, a regular supplier, often came for morning coffee as well.

Relationships were not only work-related, but were of substance, as well. I do not remember how the barrels were channeled to market, though I do vividly remember the image of Olympis moving the empty barrels by spinning them as if in a circle dance… I also remember a little girl going in and out of the office –it must have been his daughter— ;

I remember Mrs. Despoina the wife, a teacher by profession; I cannot even forget the day his sad young nephew Panagiotis’s face lit up with joy and you could say lit up the place, when his uncle [Olympis] bought the bicycle that the child desired.

Never did I hear Olympis complain about his job, which was definitely more difficult than that of a high school teacher if he had completed his studies. Never did I hear him regret the decision he had made not to let anyone —not even that University Professor— deprive him of his right to think and express himself freely. But isn’t that what people have always fought for? That was Olympis, a man of levity, of dignity, of thought as clear as the
colour of olive oil, and intense like the strong flavour of freshly-pressed olive oil.

One morning Olympis did not open the office. They said that at midday on the previous day, he had suffered a stroke and was taken to Athens. He never opened shop again. He died at the age of 59. Only one day, not long after, some relatives came and emptied the place. The smell of the olive oil, however, remained for years to come to remind…